δειραχθης

δειραχθης
    δειραχθής
    δειρ-αχθής
    2
    обременяющий шею
    

(Anth. - v. l. δειραγχής)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δειραχθης" в других словарях:

  • δειραχθής — δειραχθής, ές (Α) αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • δειραχθές — δειραχθής heavy on the neck masc/fem voc sg δειραχθής heavy on the neck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»